ἐπαράτους

ἐπαράτους
ἐπαρά̱τους , ἐπάρατος
accursed
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”